σκαλάθυρμα

σκαλάθυρμα
το уст. небольшой научный трактат; эссе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκαλάθυρμα" в других словарях:

  • σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • σκαλαθύρματα — σκαλάθυρμα trifling subtlety neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλαθυρμάτιον — τὸ, Α [σκαλάθυρμα, ύρματος] (με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία …   Dictionary of Greek

  • σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»